νηλεγής

νηλεγής
νηλεγής
reckless
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νηλεγής — νηλεγής, ές (Α) (αμφβλ. γρφ.) 1. ο χωρίς φροντίδες, αμέριμνος 2. αμελής, αδιάφορος. επίρρ... νηλεγέως (Α) «ἀνοίκτως» (Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη * + ηλεγής (< ἀλέγω «φροντίζω»), πρβλ. αν ηλεγής] …   Dictionary of Greek

  • νηλεγές — νηλεγής reckless masc/fem voc sg νηλεγής reckless neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηλεγέως — νηλεγής reckless adverbial (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νη- — ν , νε , νω , να (Α) ανάγεται σε ΙΕ στερητικό πρόθημα *ne , που εμφανίζεται κυρίως στη συνεσταλμένη του βαθμίδα *n , η οποία έδωσε στην Ελληνική και το στερητικό πρόθημα α *. Σε άλλες ΙΕ γλώσες η απαθής βαθμίδα *ne χρησιμοποιήθηκε ως ανεξάρτητο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”